- αναμεράω
- αναμερίζω (αόρ. αναμέρισα) 1. μετ. отставлять, отодвигать; расталкивать; оттеснять;2. αμετ. отодвигаться; сторониться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναμερίζω — και αναμεράω μέρισα, μερίστηκα, μερισμένος 1. μτβ., παραμερίζω, εκτοπίζω: Για να πάρει τη θέση αυτή αναμέρισε παλιότερους και καλύτερούς του. 2. αμτβ., αποτραβιέμαι, αφήνω τόπο σ άλλους: Αναμέρισε για να περάσει ο γέροντας. 3. η μτχ. του παθ. πρκ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)